σιναπέλαιον

σιναπέλαιον
σῐνᾱπ-έλαιον, τό,
A mustard-oil, Dsc.1.38 lemma.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

  • σιναπέλαιο — το / σιναπέλαιον, ΝΑ νεοελλ. χημ. συνοπτική ονομασία τών αιθέριων ελαίων που εξάγονται από τους σπόρους τού σιναπιού και περιέχουν ως κύρια συσταστικά τους ισοθειοκυανικές ενώσεις, από τις οποίες σημαντικότερη είναι το ισοθειοκυανικό αλλύλιο ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”